ιεχωβάς

ιεχωβάς
ιεχωβάς ο
иеговист, член секты «свидетели Иеговы»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ιεχωβάς" в других словарях:

  • ιεχωβάς ο — θηλ. ιεχωβού οπαδός του θρησκευτικού κινήματος των Mαρτύρων του Iεχωβά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λωτ — Βιβλικό πρόσωπο, ανιψιός του Αβραάμ. Σύμφωνα με τη Γένεση, όταν ο Γιαχβέ (Ιεχωβάς) αποφάσισε να τιμωρήσει την πόλη Σόδομα, εξαίρεσε από τους κατοίκους της μόνο τον Λ. και την οικογένειά του, τους οποίους ειδοποίησε να την εγκαταλείψουν. Κατά την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»